- βοόγληνος
- βοό-γληνος, ον,A ox-eyed, Nonn. D.7.260. [full] δμητήρ, ῆρος, ὁ, ([etym.] δαμάω) slaying oxen,
λέοντε Q.S. 1.524
, cf. 587.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λέοντε Q.S. 1.524
, cf. 587.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βοόγληνος — βοόγληνος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλα μάτια, σαν του βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + γληνος < γλήνη, η «κόρη του ματιού» (πρβλ. μελίγληνος, πυρίγληνος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βοογλήνοιο — βοόγληνος ox eyed masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοογλήνων — βοόγληνος ox eyed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek